Lookup cumulative lexical entry: تربيع
- τετραγωνίζω
- τετραγωνίζω (verb) Arist. Metaph.
- τετραγωνικῶς
- τετραγωνικῶς (adv.) Nicom. Arithm. ʿalā tarbīʿin
- τετραγωνισμός
- τετραγωνισμός (noun) Arist. An. post. tarbīʿa l-dāʾirati
- τετραγωνισμός (noun) Arist. Cat. τοῦ κύκλου τετραγωνισμός = tarbīʿu l-dāʾirati
- τετραγωνισμός (noun) Nicom. Arithm. κατὰ τετραγωνισμὸν = ʿalā sabīli l-tarbīʿi
- τετραγωνισμος Them. In De an.
- τετραγωνισμος Them. In De an.