Lookup cumulative lexical entry: تشاجر
- ἀμφισβητέω
- ἀμφισβητέω (verb) Arist. Rhet.
- ἀμφισβητέω (verb) Arist. Rhet.
- δικανικός
- δικανικός (adj.) Arist. Rhet. τὰ δικανικά
- δικανικός (adj.) Arist. Rhet. τὰ δικανικά
- δικανικός (adj.) Arist. Rhet. τὰ δικανικά
- δίκη
- δίκη (noun) Arist. Rhet.
- δίκη (noun) Arist. Rhet.
- ἐπεξέρχομαι
- ἐπεξέρχομαι (verb) Arist. Rhet. ἐπεξελθεῖν