Lookup cumulative lexical entry: تشاجر

  1. ἀμφισβητέω
    • ἀμφισβητέω (verb) Arist. Rhet.
    • ἀμφισβητέω (verb) Arist. Rhet.
  2. δικανικός
    • δικανικός (adj.) Arist. Rhet. τὰ δικανικά
    • δικανικός (adj.) Arist. Rhet. τὰ δικανικά
    • δικανικός (adj.) Arist. Rhet. τὰ δικανικά
  3. δίκη
    • δίκη (noun) Arist. Rhet.
    • δίκη (noun) Arist. Rhet.
  4. ἐπεξέρχομαι
    • ἐπεξέρχομαι (verb) Arist. Rhet. ἐπεξελθεῖν
The database query could not be executed.