Lookup cumulative lexical entry: تشكيل

  1. σχηματογραφέω
    • σχηματογραφέω Nicom. Arithm. yakūnu taškīluhu ʿalā
  2. σχηματογραφία
    • σχηματογραφία (noun) Nicom. Arithm. ἐν τῇ σχηματογραφία
The database query could not be executed.