Lookup cumulative lexical entry: تصرف
- ἀνθρωπεύομαι
- ἀνθρωπεύομαι (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ ἀνθρωπεύεσθαι = li-yataṣarrafa taṣarrufa l-nāsi
ᾗ δ᾿ ἄνθρωπός ἐστι (sc. ὁ θεωρῶν) καὶ πλείοσι συζῇ, αἱρεῖται τὰ κατὰ τὴν ἀρετὴν πράττειν· δεήσεται οὖν τῶν τοιούτων πρὸς τὸ ἀνθρωπεύεσθαι Arist. Eth. Nic. X 8, 1178b7 = wa-ammā in kāna (sc. allaḏī yastaʿmilu l-raʾya) insān wa-kāna yaḫtāru an yakūna ʿumruhū maʿa kaṯratin fa-innahū sa-yaḥtāǧu an yafʿala afʿāla l-faḍīlati li-yataṣarrafa taṣarrufa l-nāsi, wa-lā yaḥtāǧu ilā miṯli hāḏihī 565.9
- ἀφιλόνεικος
- ἀφιλόνεικος (adj.) Ps.-Arist. Virt. τὸ ἀφιλόνεικον τοῦ ἤθους = ġayru mutaṣarrifi fī šayʾi afʿālihi taṣarrufa l-aḥrāri
- βιοτεύω
- βιοτεύω (verb) Ps.-Plut. Placita yakūnu taṣarrufuhū wa-sīratuhū
- διαγωγή
- διαγωγή (noun) Arist. Eth. Nic. taṣarrufu l-ḥālāti
καταφεύγουσι δ' ἐπὶ τὰς τοιαύτας διαγωγὰς Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b12 = yahrubu ilā taṣarrufi l-ḥālāti llatī miṯla hāḏihī 555.4 - διαγωγή (noun) Arist. Eth. Nic.
οἱ ἐν ταῖς τοιαύταις διαγωγαῖς Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b14 = allaḏīna fī miṯla hāḏā l-taṣarrufi 555.4 - διαγωγή (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ διαγωγαί = al-taṣarrufātu
- ἐπαμφοτερίζω
- ἐπαμφοτερίζω (act. part.) Arist. Phys. τὰ ἐπαμφοτερίζοντα = allatī tataṣarrafu bi-l-amrayni ǧamīʿan
τὰ γὰρ ἐπαμφοτερίζοντα καὶ δύναμιν ἔχοντα τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἠρεμεῖν δείκνυσιν περὶ αὐτῶν Arist. Phys. VIII 6, 259a25 = wa-ḏālika anna llatī tataṣarrafu bi-l-amrayni ǧamīʿan wa-bihā quwwatun ʿalā an tataḥarraka wa-alā an taskuna tubayyinu amra hāḏihī 869.11
- ἐπιτήδευμα
- ἐπιτήδευμα (noun) Arist. Eth. Nic. ἐπιτηδεύματα = taṣarrufu l-aʿmāli
ἐν μόνῃ δὲ τῇ Λακεδαιμονίων πόλει [ἢ] μετ' ὀλίγων ὁ νομοθέτης ἐπιμέλειαν δοκεῖ πεποιῆσθαι τροφῆς τε καὶ ἐπιτηδευμάτων Arist. Eth. Nic. X 9, 1180a26 = wa-yuẓannu bi-wāḍiʿi l-nawāmīsi annahū amara bi-htimāmi l-ġiḏāʾi wa-taṣarrufi l-aʿmāli maʿa l-ašyāʾi l-qalīlati fī madīnati Lāqādāmūniyā faqaṭ 575.5
- εὖ
- εὖ (adv.) Arist. Mag. mor. taṣarrufun ḥasanun
- κακός
- κακός (adv.) Arist. Mag. mor. κακῶς = taṣarrufun radīʾun
- κατασχολέομαι
- κατασχολέομαι (verb) Ps.-Plut. Placita κατασχολέομαι περί τι
- κατέχω
- κατέχω (verb) Hippocr. Aer. yanḥaṭṭu wa-yanṣabbu fī
- μεταβάλλω
- μεταβάλλω (act. part.) Arist. Phys. εἰς ἣν καὶ ἐξ ἧς μετέβαλον = wa-huwa llaḏī ilayhi wa-ʿanhu taṣarrafā
- πραγματεύομαι
- πραγματεύομαι (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ πραγματεύεσθαι = taṣarrafa fī l-aʿmāli
ἄτοπον τὸ ... πραγματεύεσθαι καὶ κακοπαθεῖν τὸν βίον ἅπαντα Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b29 = muḥālun an … nataṣarrafa fī l-aʿmāli wa-natʿaba fī ǧamīʿi l-ʿumri 555.14
- στρέφω
- στρέφω (verb) Arist. Phys. ὅπως ἂν στραφῶμεν = ʿalā ḥasabi taṣarrufinā
- συμπαρανεύω
- συμπαρανεύω (verb) Arist. Rhet. taṣarrafa c. maʿa
- τροπή
- τροπή (noun) Hippocr. Aer.
- χράω
- χράω (gerund) Arist. Mag. mor. τὸ χρήσασθαι
The database query could not be executed.