Lookup cumulative lexical entry: تضامّ

  1. ἀσύμβλητος
    • ἀσύμβλητος (adj.) Arist. Phys. laysa yataḍāmmun
  2. συμβλητός
    • συμβλητός (adj.) Arist. Phys. οὐ συμβλητά = laysat mimmā yataḍāmmu
    • συμβλητός (adj.) Arist. Phys.
The database query could not be executed.