Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
تضعيف
διπλασιασμός
διπλασιασμός (
noun
)
Aelian. Tact.
πολλαπλάσιος
πολλαπλάσιος (
adj.
)
Hyps. Anaph.
πολυπλασιασμός
πολυπλασιασμός (
noun
)
Nicom. Arithm.
ἐξ...πολυπλασιασμοὺ = min kulli wāḥidin mina l-taḍāʿīfi
The database query could not be executed.