Lookup cumulative lexical entry: تضعيف

  1. διπλασιασμός
    • διπλασιασμός (noun) Aelian. Tact.
  2. πολλαπλάσιος
    • πολλαπλάσιος (adj.) Hyps. Anaph.
  3. πολυπλασιασμός
    • πολυπλασιασμός (noun) Nicom. Arithm. ἐξ...πολυπλασιασμοὺ = min kulli wāḥidin mina l-taḍāʿīfi
The database query could not be executed.