Lookup cumulative lexical entry: تعاليمي
- μαθηματικός
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. al-umūru l-taʿālīmiyyatu
- μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph.
- μαθηματικός (adj.) Arist. Phys. ὁ μαθηματικός = al-taʿālīmiyyu
μετὰ τοῦτο θεωρητέον τίνι διαφέρει ὁ μαθηματικὸς τοῦ φυσικοῦ Arist. Phys. II 2, 193b23 = fa-qad yanbaġī an nanẓura baʿda ḏālika fī l-farqi bayna l-taʿālīmiyyi wa-bayna l-ṭabīʿiyyi mā huwa 90.5