Lookup cumulative lexical entry: تعرف
- γιγνώσκω
- γιγνώσκω (verb) Galen Med. phil. nataʿarrafu maʿrifatan
- γιγνῶσκω (gerund) Ps.-Arist. Div. διὰ τοῦ γνῶναι τὸ ἀρρώστημα = fī taʿarrufi ṭabīʿati l-maraḍi
- γνωρίζω
- γνωρίζω (gerund) Arist. An. post. γνωρίζειν
- γνωρίζω (pass. part.) Arist. An. post. γνωρίζομεν
- διαγιγνώσκω
- διαγιγνώσκω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. διαγινώσκειν
- διάγνωσις
- διάγνωσις (noun) Galen In De off. med. li-yataʿarrafū
- διάγνωσις (noun) Hippocr. Nat. hom.
- διδάσκω
- διδάσκω (verb) Galen Med. phil.
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. wa-ataʿarrafu
- καταμανθάνω
- καταμανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μανθάνω
- μανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μετάγω
- μετάγω (verb) Artem. Onirocr. wa-tataʿarrafu dalāʾilahā
- μεταφέρω
- μεταφέρω (verb) Artem. Onirocr. yataʿarrafahu
- μεταφέρω (verb) Artem. Onirocr.
- νοσογνωμονικός
- νοσογνωμονικός (adj.) Ps.-Arist. Div. taʿarrufu l-amrāḍi
- νοσογνωμονικός (adj.) Ps.-Arist. Div. taʿarrufu l-amrāḍi
- προστεκμαίρομαι
- προστεκμαίρομαι (gerund) Hippocr. Diaet. acut. προστεκμαίρεσθαι
- προστεκμαίρομαι (gerundive) Hippocr. Diaet. acut. προστεκμαρτέος
- τεκμαίρομαι
- τεκμαίρομαι (verb) Artem. Onirocr.
- τεκμαίρομαι (pass. part.) Hippocr. Off. med. τεκμαιρόμενον
- τεκμαρτέον
- τεκμαρτέον (gerundive) Hippocr. Off. med.
- τηρέω
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. taʿarrafnā...bi-l-taǧribati
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. taʿarraftu...wa-imtaḥantu
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr.
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. taʿarraftu...fa-waǧadtu
The database query could not be executed.