Lookup cumulative lexical entry: تعلّم
- αδιδακτος
- αδιδακτος Them. In De an.
- διδασκαλία
- διδασκαλία (noun) Ps.-Plut. Placita ḏihnun wa-taʿallumun
- διδάσκω
- διδάσκω (verb) Artem. Onirocr. wa-taʿallama
- διδάσκω (verb) Artem. Onirocr. διδάσκομαι
- ἐκμανθάνω
- ἐκμανθάνω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. ἐκμαθεῖν
- θεάομαι
- θεάομαι (verb) Artem. Onirocr.
- καταλαμβάνω
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μάθημα
- μάθημα (noun) Galen An. virt. μαθήματα
- μάθησις
- μάθησις (noun) Arist. An. post.
- μάθησις (noun) Arist. An. post. πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις διανοητικὴ = kullu taʿlīmin wa-kullu taʿllumin ḏihniyyin
- μάθησις (noun) Arist. Phys.
καὶ ἡ δίδαξις καὶ ἡ μάθησις δύο οὖσαι ἐν τῷ μανθάνοντι Arist. Phys. III 3, 202a32 = wa-kāna fī l-mutaʿallimi li-l-amrayni ǧamīʿan al-taʿlīmu wa-l-taʿallumu - μάθησις (noun) Galen Med. phil. taʿallumuhum al-ṭibba
- μάθησις (noun) Hippocr. Humor.
- μάθησις (noun) Nicom. Arithm. πρὸς μαθήσιας = fī taʿallumin
- μάθησις (noun) Nicom. Arithm. πρὸς μαθήσιας = fī taʿallumin
- μαθησις Them. In De an.
- μαθησις Them. In De an.
- μανθάνω
- μανθάνω (verb) Alex. An. mant. [Lib. arb.]
- μανθάνω (verb) Arist. Metaph. μανθάνοντα = allaḏī yataʿallamu
- μανθάνω (verb) Arist. Phys.
ὥστε διδάσκοι ἂν καὶ μανθάνοι ἅμα καὶ ὑγιάζοι καὶ ὑγιάζοιτο τὴν αὐτὴν ὑγίειαν Arist. Phys. VIII 5, 257b5 = fa-yakūnu iḏan yuʿallimu wa-yataʿallamu maʿan wa-yubriʾu wa-yabraʾa burʾan wāḥidan bi-ʿaynihī - μανθάνω (gerund) Arist. Phys. μανθάνειν = an yakūna l-muʿallimu bi-taʿallumi
τὸ διδάσκον γὰρ συμβαίνει μανθάνειν, ὧν τὸ μὲν μὴ ἔχειν τὸ δὲ ἔχειν ἐπιστήμην ἀναγκαῖον Arist. Phys. VIII 5, 257a13 = wa-ḏālika annahū yalzamu an yakūna l-muʿallimu bi-taʿallumi mā baʿḍuhu lā māḥalata laysa ʿindahū maʿrifatuhū wa-baʿḍuhū ʿindahū maʿrifatuhū - μανθάνω (verb) Arist. Poet.
διὰ γὰρ τοῦτο χαίρουσι τὰς εἰκόνας ὁρῶντες, ὅτι συμβαίνει θεωροῦντας μανθάνειν Arist. Poet. 4, 1448b16 = fa-li-hāḏā l-sababi yasurrūna iḏā mā hum raʾaw al-ṣuwara wa-l-tamāṯīla min qibali annahū yaʿriḍu annahum yarawna fa-yataʿallamūna 224.24 - μανθάνω (verb) Artem. Onirocr. wa-taʿallamūhu
- μανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μανθάνω (verb) Galen An. virt. μανθάνομαι
- μανθάνω (verb) Galen Med. phil.
- μανθανω Them. In De an.
The database query could not be executed.