Lookup cumulative lexical entry: تغذية

  1. ἀνάθρεψις
    • ἀνάθρεψις (noun) Hippocr. Aphor. ἀνάθρεψις M : ἀνάληψις C' ed. Jones
  2. ἐπανατρέφω
    • ἐπανατρέφω (verb) Hippocr. Aphor. ἐπανατρέφειν = yakūnu iʿādatuhā (sc. al-abdānu) bi-l-taġḏiyati ilā l-ḫiṣbi
      τὰ ἐν πολλῷ χρόνῳ λεπτυνόμενα σώματα νωθρῶς ἐπανατρέφειν, τὰ δὲ ἐν ὀλίγῳ, ὀλίγως Hippocr. Aphor. II 7 11.1
The database query could not be executed.