Lookup cumulative lexical entry: تقسّم
- μερισμος
- μερισμος Them. In De an.
- τομή
- τομή (noun) Nicom. Arithm. τὴν τομήν = fī taqassumihi
- ὑποδιαίρεσις
- ὑποδιαίρεσις (noun) Nicom. Arithm. καθ' ὑποδιαίρεσιν = allatī yataqassamān ilayhimā
- ὑποδιαίρεσις (noun) Nicom. Arithm. αἱ καθ' ὑποδιαίρεσιν = allatī yataqassamāni ilayhimā