Lookup cumulative lexical entry: تمادى
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Arist. Cat. τοῦτο ἀεὶ γιγνόμενον = tamādā wa-dāma
- πρόειμι
- πρόειμι (act. part.) Arist. Gener. anim. προιόντος
- προέρχομαι
- προέρχομαι (act. part.) Hippocr. Aer. προιόντος = taqādama...wa-tamādā