Lookup cumulative lexical entry: تمسّك
- κατακρατεω
- κατακρατεω Them. In De an.
- κατέχω
- κατέχω (act. part.) Arist. Cat.
τοὺς γὰρ τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κατέχοντας Arist. Cat. 9a6 = fī-man kāna ġayra mutamassikin bi-l-ʿulūmi tamassukan BN 169b15 - κατοχή
- κατοχή (noun) Artem. Onirocr. wa-l-tamassuku bi-l-ašyāʾi