Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
تمّم
παραπλήρωμα
παραπλήρωμα (
noun
)
Eucl. El.
τὰ λεγόμενα παραπληρώματα = saṭḥāni mutawāziyāni yatammamāni al-saṭḥa
παραπλήρωμα (
noun
)
Eucl. El.
τὰ λεγόμενα παραπληρώματα = saṭḥan ... yatammamāni l-saṭḥa
The database query could not be executed.