Lookup cumulative lexical entry: تمّم

  1. παραπλήρωμα
    • παραπλήρωμα (noun) Eucl. El. τὰ λεγόμενα παραπληρώματα = saṭḥāni mutawāziyāni yatammamāni al-saṭḥa
    • παραπλήρωμα (noun) Eucl. El. τὰ λεγόμενα παραπληρώματα = saṭḥan ... yatammamāni l-saṭḥa
The database query could not be executed.