Lookup cumulative lexical entry: توقّع
- ἀπειλέω
- ἀπειλέω (verb) Galen In De off. med. yatawaqqaʿu minhā
- ἐλπίζω
- ἐλπίζω (verb) Artem. Onirocr.
- προσδέχομαι
- προσδέχομαι (verb) Artem. Onirocr.
- προσδοκάω
- προσδοκάω (pass. part.) Artem. Onirocr. τὰ προσδοκώμενα = yarǧū šayʾan aw yatawaqqaʿuhu...raǧāhu
- προσδοκάω (verb) Artem. Onirocr.
- προσδοκάω (verb) Artem. Onirocr.
- προσδοκία
- προσδοκία (noun) Artem. Onirocr.
- ὑποδέχομαι
- ὑποδέχομαι (verb) Artem. Onirocr. wa-yatawaqqaʿu maǧīʾan
The database query could not be executed.