Lookup cumulative lexical entry: جامد

  1. ἄπηκτος
    • ἄπηκτος (adj.) Arist. Meteor. ġayru l-ǧāmidi
  2. παγετώδης
    • παγετώδης (adj.) Hippocr. Aer.
  3. πήγνυμι
    • πήγνυμι (act. part.) Arist. An. post. κρύσταλλος - ὕδωρ πεπηγός - τὸ πεπηγέναι = al-ǧālidu - māʾun ǧāmidun - maʿnā l-ǧumūdi
    • πήγνυμι (act. part.) Arist. Gener. anim. πεπηγότας
    • πήγνυμι (verb) Arist. Metaph.
    • πήγνυμι (verb) Arist. Meteor.
    • πήγνυμι (act. part.) Diosc. Mat. med. τὸ πεπηγός
    • πήγνυμι (verb) Hippocr. Nat. hom.
    • πήγνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita πήγνυμαι
    • πήγνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita mutakāṯifun ǧāmidun
  4. πηκτός
    • πηκτός (adj.) Arist. Meteor.
  5. συνίστημι
    • συνίστημι (act. part.) Arist. Gener. anim. τῶν συνεστηκότων = al-ǧāmidatu l-muqawwamatu
The database query could not be executed.