Lookup cumulative lexical entry: جدل
- διαβάλλω
- διαβάλλω (pass. part.) Arist. Rhet. διαβεβλημένος = hend.; muǧaddalun maṭrūḥun
- διαλεκτικός
- διαλεκτικός (adj.) Arist. An. post. καὶ ἡ διαλεκτικὴ πάσαις = wa-l-ǧadalu li-ǧamīʿihā
- διαλεκτικός (adj.) Arist. An. post. ἡ διαλεκτική = ṣināʿatu l-ǧadali
- διαλεκτικός (adj.) Arist. An. post. ʿalā ṭarīqi l-ǧadali
- διαλεκτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ διαλεκτική = ṣināʿatu l-ǧadali