Lookup cumulative lexical entry: جزؤيّة

  1. μέρος
    • μέρος (noun) Arist. Rhet. κατὰ μέρος = al-ǧuz’iyyatu
    • μέρος (noun) Arist. Rhet. τὸ κατὰ μέρος = al-ǧuz’iyyatu
    • μέρος (noun) Ps.-Plut. Placita ἐπὶ μέρους = al-ǧuz’iyyatu
    • μέρος (noun) Ps.-Plut. Placita κατὰ μέρος = al-ǧuz’iyyatu
The database query could not be executed.