Lookup cumulative lexical entry: جزئي

  1. ἕκαστος
    • ἔκαστος (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.] καθέκαστα = al-šayʾu l-ǧuzʾiyyatu
    • ἔκαστος (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.] καθέκαστα = al-šayʾu l-ǧuzʾiyyatu
    • ἕκαστος (adj.) Arist. An. post. τῶν καθ' ἕκαστα = min al-ašyāʾi l-ǧuzʾiyyati
    • ἕκαστος (adj.) Arist. An. post. διὰ τῶν καθ' ἕκαστα = bi-l-ašyāʾi l-ǧuzʾiyyati
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Cael. καθ᾿ ἕκαστον
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Cat. καθ᾽ ἕκαστα (sc. κίνησις) = al-ḥarakātu l-ǧuzʾiyyatu
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Eth. Nic. αἱ καθ᾿ ἕκαστον παιδεῖαι = al-ādābu l-ǧuzʾiyyatu
      διαφέρουσιν αἱ καθ᾿ ἕκαστον παιδεῖαι τῶν κοινῶν Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b8 = fī-mā bayna l-ādābi l-ǧuzʾiyyati wa-l-ʿāmmiyyati ḫtilāfun 577.1
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Eth. Nic. καθ᾿ ἕκαστον
      ἐξακριβοῦσθαι δὴ δόξειεν ἂν μᾶλλον τὸ καθ' ἕκαστον Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b11 = wa-aḥrā an yuẓanna bi-l-ǧuzʾiyyi l-istiqṣāʾi fīhi 577.3
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Phys. καθ' ἕκαστον = fī l-umūri l-ǧuzʾiyyati
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Phys. ἢ γὰρ ὡς τὸ καθ' ἕκαστον = immā an taǧrī maǧrā l-ǧuzʾiyyi
    • ἕκαστος (adj.) Arist. Phys. καθ' ἕκαστα = ilā l-ǧuzʾiyyati
  2. μέρος
    • μέρος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] ἐν μέρει
    • μέρος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] ἐν μέρει
    • μέρος (noun) Arist. Eth. Nic.
      πρῶτον μὲν οὖν εἴ τι κατὰ μέρος εἴρηται καλῶς ὑπὸ τῶν προγενεστέρων πειραθῶμεν ἐπελθεῖν Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b16 = awwalan narūma an naḫbura ʿan kulli ǧayyidin ǧuzʾiyyin qālahū l-qudamāʾu 581.13
    • μέρος (noun) Arist. Int.
    • μέρος (noun) Arist. Int.
    • μέρος (noun) Arist. Int.
    • μέρος (noun) Arist. Int.
    • μέρος (noun) Arist. Int.
    • μέρος (noun) Arist. Int.
    • μέρος (noun) Arist. Int. bi-l-ǧuzʾiyy
    • μέρος (noun) Arist. Metaph. al-ašyāʾu l-ǧuzʾiyyatu
    • μέρος (noun) Arist. Phys. κατὰ μέρος = li-l-ǧuzʾī
      ὁ μὲν γὰρ λόγος τοῦ καθόλου, ἡ δ' αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος Arist. Phys. I 5, 189a8 = wa-ḏālika anna l-fahma huwa li-l-kullī fa-amma l-ḥissu fa-huwa li-l-ǧuzʾī 49.5
    • μέρος (noun) Hippocr. Alim.
    • μέρος (noun) Porph. Isag. τὰ κατὰ μέρος = al-ašyāʾu l-ǧuzʾiyyatu
    • μέρος (noun) Porph. Isag. τὰ κατὰ μέρος = bi-l-ǧuzʾiyyīna
    • μέρος (noun) Porph. Isag. τὰ κατὰ μέρος = ʿalā l-ǧuzʾiyyīna minhum
    • μέρος (noun) Porph. Isag. κατὰ μέρος
    • μέρος (noun) Porph. Isag. οἱ κατὰ μέρος ἄνθρωποι = al-ǧuzʾiyyūna min al-nāsi
    • μέρος (noun) Ptol. Hypoth. κατὰ μέρος = mina l-ašyāʾi l-ǧuzʾiyyati
    • μέρος (noun) Ptol. Hypoth. κατὰ μέρος = mina l-ašyāʾi l-ǧuzʾiyyati
  3. μόριον
    • μόριον (noun) Arist. Int.
  4. τις
    • τις (pronoun) Arist. An. post. ἀλλ' ἐπὶ τι = bal bi-l-ǧuzʾi
  5. χωρίς
    • χωρίς (adv.) Arist. Meteor. ǧuzʾiyyan
The database query could not be executed.