Lookup cumulative lexical entry: جسيم

  1. μέγας
    • μέγας (adj.) Arist. Rhet. μεγάλα = al-’umūru l-ǧasīmatu
    • μέγας (adj.) Arist. Rhet.
    • μέγας (adj.) Hippocr. Aer. μεγάλα = ǧasīmatun ʿaẓīmatun
    • μέγας (adj.) Hippocr. Alim.
  2. μέγιστος
    • μέγιστος (adj.) Arist. Rhet. τὰ μέγιστα = al-’umūru l-ǧasīmatu
  3. παχύς
    • παχύς (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ḍaḫmun ǧasīmun
  4. ὑπέρπαχυς
    • ὑπέρπαχυς (adj.) Hippocr. Aer.
The database query could not be executed.