Lookup cumulative lexical entry: جفّف

  1. ἀναξηραίνω
    • ἀναξηραίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
  2. καταξηραίνω
    • καταξηραίνω (pass. part.) Arist. Gener. anim.
  3. ξηραίνω
    • ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηραντείς = in ǧuffifa wa-stuʿmila
    • ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηραινόμενος
    • ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηρανθεῖσαι = baʿda an yuǧaffafa
    • ξηραίνω (act. part.) Diosc. Mat. med. ξηράναντες = ṯumma ǧaffif
    • ξηραίνω (pass. part.) Diosc. Mat. med. ξηρανθέντα
    • ξηραίνω (verb) Galen An. virt.
    • ξηραίνω (gerund) Galen An. virt. τὸ ξηραίνειν
      οὕτω δὲ καὶ τὸ ξηραίνειν ... δύνασθαι ταὐτὸν σημαίνει τῷ δύναμιν ἔχειν ... ξηραντικήν Galen An. virt. 34.15 = wa-ka-ḏālika ayḍan qawlunā innahū yumkinuhū [an] yuǧaffifa ... yadullu ʿalā l-šayʾi llaḏī yadullu ʿalayhi qawlunā inna lahū quwwatan muǧaffifatan 11.5
    • ξηραίνω (verb) Hippocr. Nat. hom.
  4. ξηραντικός
    • ξηραντικός (adj.) Galen Simpl. medic.
      ἡ ... ξηραντικὴ καὶ μετρίως στύφουσα Galen Simpl. med. XI, 819.3 = yuǧaffifu wa-yaqbaḍu qabḍan muʿtadilan Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 75.27
    • ξηραντικός (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
  5. ξήρος
    • ξηρός (act. part.) Diosc. Mat. med. ξηρὰ κοπέντα
    • ξήρος (adj.) Hippocr. Superf. ξηρὴν ποιέειν
  6. ποιέω
    • ποιέω (verb) Hippocr. Superf. ξηρὴν ποιέειν
  7. προταριχεύω
    • προταριχεύω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. προταριχεύσας
  8. στέλλω
    • στέλλω (verb) Diosc. Mat. med. qaṭaʿa... wa-yuǧaffifu
      τὰς ἐκ μήτρας ῥύσεις... καὶ ἰχῶρας στέλλουσι Diosc. Mat. med. I, 12.13 = qaṭaʿa l-nazfa wa-yuǧaffifu l-ruṭūbāti l-sāʾilati mina l-furūǧi Dubler/Terés II, 16.21
  9. ψύχω
    • ψύχω (act. part.) Diosc. Mat. med. ψύξας = ǧaffifhu
The database query could not be executed.