Lookup cumulative lexical entry: جلاء
- καθαίρω
- καθαίρω (act. part.) Diosc. Mat. med. καθαῖρον = bi-ǧalāʾihī
- σμηκτικός
- σμηκτικός (adj.) Diosc. Mat. med. ǧāliyatun li-... ǧalāʾan qawiyyan
- στιλβοποιέω
- στιλβοποιέω (act. part.) Diosc. Mat. med. στιλβοποιοῦσα = li-ǧalāʾihā