Lookup cumulative lexical entry: جلاء

  1. καθαίρω
    • καθαίρω (act. part.) Diosc. Mat. med. καθαῖρον = bi-ǧalāʾihī
  2. σμηκτικός
    • σμηκτικός (adj.) Diosc. Mat. med. ǧāliyatun li-... ǧalāʾan qawiyyan
  3. στιλβοποιέω
    • στιλβοποιέω (act. part.) Diosc. Mat. med. στιλβοποιοῦσα = li-ǧalāʾihā
The database query could not be executed.