Lookup cumulative lexical entry: جمّار

  1. ἐγκάρδιος
    • ἐγκάρδιος (noun) Diosc. Mat. med. τὸ ἐγκάρδιον... τοῦ πρέμνου
  2. πρέμνον
    • πρέμνον (noun) Diosc. Mat. med. τὸ ἐγκάρδιον... τοῦ πρέμνου
The database query could not be executed.