Lookup cumulative lexical entry: جمّد

  1. ἄπεκτος
    • ἄπεκτος (adj.) Arist. Gener. anim. lā yaǧmudu
    • ἄπεκτος (adj.) Arist. Gener. anim. lā yaǧmudu
  2. ἄπηκτος
    • ἄπηκτος (adj.) Arist. Meteor. lā taǧmudu
  3. γίγνομαι
    • γίγνομαι (verb) Arist. Gener. anim. οὐ γίνεται καταμήνια = lā yanʿaqidu wa lā yaǧmudu tamṯuhā
  4. πήγνυμι
    • πήγνυμι (act. part.) Arist. Gener. anim. πηγνύουσα
    • πήγνυμι (verb) Arist. Hist. anim.
    • πήγνυμι (verb) Arist. Meteor. πήγνυμαι
    • πήγνυμι (verb) Arist. Meteor. πήγνυμαι
      διὸ ψύξει πήγνυται καὶ ὑγρῷ τήκεται (sc. τὸ αἷμα) Arist. Meteor. IV 10, 389a21 = wa-l-dalīlu ʿalā ḏālika annahū (sc. al-dama) yanḥallu bi-l-ruṭūbati wa-yaǧmudu bi-l-bardi 1390
    • πήγνυμι (verb) Arist. Meteor. πήγνυμαι
    • πήγνυμι (verb) Galen An. virt. πήγνυμαι
    • πήγνυμι (verb) Galen An. virt. πήγνυμαι
      ἐξαιρουμένων δὲ τούτων τῶν ἰνῶν οὐ πήγνυται τὸ αἷμα Galen An. virt. 53.18 = in uḫiḏati l-šaẓāyā mina l-dami lam yaǧmud 25.19
    • πήγνυμι (verb) Galen An. virt. πήγνυμαι
      καθάπερ γὰρ ἐκ πηλοῦ εἴ τις ἐξέλοι τὸ γεῶδες, οὐ πήγνυται τὸ ὕδωρ Galen An. virt. 53.19 = ka-mā annahū law aḫaḏa insānun mina l-ṭīni mā fīhi mina l-arḍiyyati, lam yaǧmud al-māʾu 25.20
    • πήγνυμι (verb) Galen An. virt. πήγνυμαι
      αἱ γὰρ ἶνες (sc. τοῦ αἵματος) γῆς· μὴ ἐξαιρουμένων δὲ πήγνυται οἷον ὑγρὰ γῆ ἀπὸ ψύχους Galen An. virt. 53.20 = li-anna l-šaẓāyā (sc. mina l-dami hiya) mina l-arḍi fa-in lam tuʾḫaḏ minhu l-šaẓāyā ǧamada ka-mā taǧmudu l-arḍu l-raṭbatu mina l-bardi 25.22
    • πήγνυμι (verb) Galen An. virt. πήγνυμαι
      τοῦ γὰρ θερμοῦ ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ ἐκθλιβομένου συνεξατμίζει τὸ ὑγρόν, … καὶ πήγνυται οὐχ ὑπὸ θερμοῦ ἀλλʼ ὑπὸ ψυχροῦ ξηραινόμενον Galen An. virt. 54.2 = wa-ḏālika li-annahū iḏā nʿaṣara l-ḥārru bi-l-bardi tahabbala maʿahū l-raṭbu … wa-ǧamada lā li-annahū yaǧiffu bi-l-ḥarārati bal li-annahū yaǧiffu bi-l-burūdati 25.23
    • πήγνυμι (verb) Hippocr. Aer. πήξεται
    • πήγνυμι (verb) Hippocr. Aer.
    • πήγνυμι (verb) Hippocr. Aer.
    • πήγνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita πήγνυμαι
  5. πηκτός
    • πηκτός (adj.) Arist. Meteor.
    • πηκτός (adj.) Galen An. virt.
      τὸ γὰρ ὕδωρ [τῷ] ψυχρῷ πηκτόν ἐστι Galen An. virt. 53.5 = li-anna l-māʾa fī ṭabīʿatihī muʿaddun li-an yaǧmuda bi-l-burūdati 25.9
  6. πηπκτικός
    • πηπκτικός (adj.) Diosc. Mat. med. πηπκτικός ἐστι
  7. συμπήγνυμι
    • συμπήγνυμι (verb) Hippocr. Aer.
    • συμπήγνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita συμπήγνυμαι
  8. ψύχω
    • ψύχω (verb) Ps.-Plut. Placita ψύχομαι
The database query could not be executed.