Lookup cumulative lexical entry: جندي
- στρατεύω
- στρατεύω (verb) Artem. Onirocr. στρατεύομαι = al-ǧundiyyu wa-man yaḫruǧu fī l-ʿasākiri
- στρατεύω (verb) Artem. Onirocr. στρατεύομαι = ṣāra ǧundiyyan
- στρατιώτης
- στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
- στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr. li-l-ǧundiyyi
- στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
- στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
- στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.