Lookup cumulative lexical entry: جندي

  1. στρατεύω
    • στρατεύω (verb) Artem. Onirocr. στρατεύομαι = al-ǧundiyyu wa-man yaḫruǧu fī l-ʿasākiri
    • στρατεύω (verb) Artem. Onirocr. στρατεύομαι = ṣāra ǧundiyyan
  2. στρατιώτης
    • στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
    • στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr. li-l-ǧundiyyi
    • στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
    • στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
    • στρατιώτης (noun) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.