Lookup cumulative lexical entry: جنسي

  1. γενικός
    • γενικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
  2. γένος
    • γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] ὡς γένος
    • γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ὡς γένος ζῷον = al-ḥayya l-ǧinsiyya
    • γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ὡς γένος ζῷον = al-ḥayya l-ǧinsiyya
The database query could not be executed.