Lookup cumulative lexical entry: حاسّ
- αἰσθάνομαι
- αἰσθάνομαι (act. part.) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ αἰσθανομένῳ
- αἰσθάνομαι (act. part.) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ αἰσθανομένῳ
- αἰσθητικός
- αἰσθητικός (adj.) Alex. An. mant. [Vis.]
- αἰσθητικός (adj.) Alex. An. mant. [Vis.]
- αισθητικος Them. In De an.
- αισθητικος Them. In De an.