Lookup cumulative lexical entry: حذق

  1. ἄπειρος
    • ἄπειρος (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. laysa lahu ḥiḏqan
  2. δεινότης
    • δεινότης (noun) Galen Med. phil. τῆς ἑρμηνείας δεινότητα = fī ḥiḏqihi bi-l-ʿibārati
  3. τεχνικός
    • τεχνικός (adj.) Arist. Rhet. τεχνικώτατος
The database query could not be executed.