Lookup cumulative lexical entry: حصر
- ἄκρατος
- ἄκρατος (adj.) Arist. Metaph. lā yaḥṣiru šayʾan
- ἀποκλείω
- ἀποκλείω (verb) Galen In De off. med. ἀποκλεισθῇ = manaʿa wa-ḥaṣara
- ἐνυπάρχω
- ἐνυπάρχω (verb) Arist. Int.
- θερίζω
- θερίζω (pass. part.) Arist. Rhet.
- κατεχω
- κατεχω Them. In De an.
- κατεχω Them. In De an.
- ὁρίζω
- ὁρίζω (gerund) Arist. Phys. ὁρίζειν
- περιέχω
- περιέχω (verb) Arist. Meteor.
- περιλαμβάνω
- περιλαμβάνω (verb) Alex. An. mant. [Vis.] περιλαμβάνω c. acc. et dat. (to include s.th. in s.th., to reduce s.th. to s.th.) = ḥaṣara c. acc. et dat.
- περιλαμβανω Them. In De an.
- περιλαμβανω Them. In De an.
- πλεῖον
- πλεῖον (noun) Arist. Cat. ἐπὶ πλεῖον = akṯaru ḥaṣran
- συγκριτικός
- συγκριτικός (adj.) Arist. Metaph.
- συμπεριλαμβανω
- συμπεριλαμβανω Them. In De an.
The database query could not be executed.