Lookup cumulative lexical entry: حمْل

  1. αἴρω
    • αἴρω (verb) Arist. Cael.
    • αἴρω (verb) Arist. Cael.
  2. ἀντικατηγορέω
    • ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. tukāfī fī l-ḥamli
    • ἀντικατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ ἀλλήλων ἀντικατηγορεῖσθαι = anna aḥadahumā yukāfiʾu fī l-ḥamli
    • ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. fa-innahā tukāfiʾu fī l-ḥamli
    • ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. tukāfiʾu fī l-ḥamli
  3. βαστάζω
    • βαστάζω (verb) Artem. Onirocr. wa-yaḥmilu
    • βαστάζω (verb) Artem. Onirocr. wa-taḥmilu
    • βαστάζω (verb) Artem. Onirocr.
  4. βλαστός
    • βλαστός (noun) Artem. Onirocr.
  5. γένεσις
    • γένεσις (noun) Arist. Gener. anim.
  6. διακομίζω
    • διακομίζω (verb) Arist. Gener. anim.
  7. διδυμοτοκέω
    • διδυμοτοκέω (verb) Arist. Gener. anim. ḥamalat tawʾamayni
      καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις τὰ διδυμοτοκούμενα θῆλυ καὶ ἄρρεν ἧττον σώζεται Arist. Gener. anim. IV 6, 775a23 = wa-iḏ ḥamalna l-nisāʾu tawʾamayni wa-kāna aḥadahumā ḏakaran wa-l-āḫaru unṯā fa-salāmatuhumā dūna salāmati ġayrihimā 165.1
  8. ἐπέτειος
    • ἐπέτειος (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ ἐπέτεια = al-nabātu allaḏī yaḥmilu ḥamlan sanatan
    • ἐπέτειος (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ ἐπέτεια = al-nabātu allaḏī yaḥmilu ḥamlan sanatan
  9. ἐπικυέω
    • ἐπικυέω (pass. part.) Arist. Hist. anim. τὰ ἐπικυηθέντα = ḥamala marratan baʿḍa marratin
  10. ἐπικυίσκομαι
    • ἐπικυίσκομαι (verb) Arist. Gener. anim. yaḥmilu baʿdu ḥamlihi
    • ἐπικυίσκομαι (verb) Arist. Gener. anim. yaḥmilu baʿdu ḥamlihi
  11. εὐεκτικός
    • εὐεκτικός (adj.) Arist. Gener. anim. taḥmilu laḥman kaṯīran
  12. κατηγορέω
    • κατηγορέω (verb) Alex. qu. I 11a [Univ.]
    • κατηγορέω (gerund) Alex. qu. I 11a [Univ.] ἐστιν ἐν τῷ...κατηγορεῖσθαι
    • κατηγορέω (verb) Arist. An. post. κατηγορηθῇ = ḥumila
    • κατηγορέω (gerund) Arist. An. post. ὥστε...κατηγορεῖσθαι = ḥattā innamā tuḥmala
    • κατηγορέω (pass. part.) Arist. An. post. τὰ κατηγορούμενα = allatī taḥmalu
    • κατηγορέω (verb) Arist. Cat. κατηγορηθήσεται = mā maḥmūlun
    • κατηγορέω (verb) Arist. Cat.
    • κατηγορέω (verb) Arist. Int.
    • κατηγορέω (verb) Arist. Int.
    • κατηγορέω (pass. part.) Arist. Int.
    • κατηγορέω (gerund) Arist. Int. κατηγορεῖσθαι
    • κατηγορέω (verb) Arist. Int.
    • κατηγορέω (verb) Arist. Int.
    • κατηγορέω (verb) Arist. Int.
    • κατηγορέω (pass. part.) Porph. Isag. τῶν κατηγορουμένων = al-ašyāʾu llatī tuḥmalu
    • κατηγορέω (pass. part.) Porph. Isag. ἀπὸ τῶν ὡς εἰδῶν κατηγορουμένων ἢ ὡς ἰδίων = mā yuḥmalu ka-ḥamli l-anwāʿi wa-l-ḫawāṣṣa
    • κατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ κατηγορεῖσθαι
    • κατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ κατηγορεῖσθαι
  13. κατηγορία
    • κατηγορία (noun) Arist. An. post. ὡς κατηγορίαν = ka-l-ḥamli
    • κατηγορία (noun) Arist. An. post. τὰς κατηγορίας = al-ḥumūlu
    • κατηγορία (noun) Arist. An. post. αἱ κατηγορίαι
    • κατηγορία (noun) Arist. Cat.
  14. κριός
    • κριός (noun) Hyps. Anaph.
  15. κυέω
    • κυέω (verb) Arist. Gener. anim. κύει
  16. κύημα
    • κύημα (noun) Arist. Gener. anim.
    • κύημα (noun) Arist. Gener. anim. τὰ μὲν δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν, τὰ δὲ ... οὐ = wa min ḏālika l-ṣinfi mā yaqwā ʿalā tarbiyati l-ḥamli wa minhu mā lā yaqwā ʿalā ġiḏāʾihi wa tarbiyatihi
  17. κύησις
    • κύησις (noun) Arist. Gener. anim. πρὸς τὸν γιγνόμενον ὄγκον ἐν τῇ κυήσει = li-l-mawlūdi wa-mā yaḥmilu fī-l-baṭni
    • κύησις (noun) Arist. Gener. anim. μίγνυται ὧν ἴσοι οἱ χρόνοι καὶ ἐγγὺς αἱ κυήσεις, καὶ τὰ μεγέθη τῶν σωμάτων μὴ πολὺ διέστηκεν = ǧāmaʿat ināṯun wa-ḏukūratun ... muttafiqan bi-zamāni l-ḥamli aw-muqāriban maʿa ittifāqi iʿẓāmi l-aǧsādi allatī laysa baynahā buʿdun kaṯīrun
    • κύησις (noun) Arist. Gener. anim. ἐν τῇ κυήσει = fī awāni l-ḥamli
    • κύησις (noun) Hippocr. Superf.
  18. κυίσκομαι
    • κυίσκομαι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
    • κυίσκομαι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
    • κυίσκομαι (verb) Hippocr. Superf.
  19. κύω
    • κύω (verb) Arist. Gener. anim. ἐνιαυτόν κύει = taḥmilu sanatan kāmilatan
  20. μετατίθημι
    • μετατίθημι (verb) Artem. Onirocr. yaḥmilūnahu min makānihi
  21. μεταφέρω
    • μεταφέρω (gerund) Arist. Gener. anim.
    • μεταφέρω (gerund) Galen In De off. med. μεταφέρειν
  22. ὀχεία
    • ὀχεία (noun) Arist. Gener. anim.
  23. ὀχέω
    • ὀχέω (verb) Arist. Cael.
  24. ὄχησις
    • ὄχησις (noun) Arist. Phys.
  25. πολυκαρπέω
    • πολυκαρπέω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὰ πολυκαρπήσαντα = yukaṯṯiru ḥamlu l-ṯamari
  26. πράττω
    • πράττω (verb) Artem. Onirocr.
  27. προσβιάζομαι
    • προσβιάζομαι (verb) Arist. Gener. anim. ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζεν = wa iḏā ḥamala l-raǧulu ʿalā nafsihi fī kaṯīrati l-ǧimāʿi
  28. ῥήγνυμι
    • ῥήγνυμι (verb) Artem. Onirocr. yaḥmilu anfusahum
  29. συλλαμβάνω
    • συλλαμβάνω (verb) Arist. Gener. anim.
    • συλλαμβάνω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὸ πρῶτον ταράττοται συλλαβοῦσαι μᾶλλον αἱ γυναῖκες = wa-awwalan mā yaḥmilna l-nisāʾu yaqlaqna qalaqan šadīdan
    • συλλαμβάνω (gerund) Arist. Gener. anim. ἄνευ τῆς τοῦ ἄρρενος προέσεως ἐν τῇ συνουσίᾳ ἀδύνατον συλλαβεῖν = wa laysa yumkinu an yakūna ḥamalun min qabla irādati l-ḏakari wa-ilqāyihi zarʿan
    • συλλαμβάνω (verb) Arist. Hist. anim. ʿaliqa wa ḥamala
    • συλλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. ḥamilahā
    • συλλαμβάνω (verb) Ps.-Plut. Placita
  30. τοκετός
    • τοκετός (noun) Arist. Gener. anim. ἐνιαύσιος ὁ τοκετός = ḥamlu...sanatan
    • τοκετός (noun) Arist. Gener. anim.
  31. τόκος
    • τόκος (noun) Arist. Gener. anim.
  32. ὑπόκειμαι
    • ὑπόκειμαι (pass. part.) Proclus El. theol. ὑποκείμενον
      πάντα τὰ ἐν τοῖς μετέχουσιν ὑποκειμένων ἔχοντα λόγον Proclus El. theol. 72: 68.17 = kullu ḥāmilin yaqwī ʿalā ḥamli ašyāʾin kaṯīratin 72.1
  33. φέρω
    • φέρω (verb) Arist. Eth. Nic. φέρω τι
      πολλοὺς ... μισθοὺς καὶ μεγάλους δικαίως ἔφερον Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b6 = bi-ḥaqqin mā kānat tuḥmalu aymān kaṯīratun wa-ʿaẓīmatun 571.4
    • φέρω (verb) Arist. Gener. anim. φέρει καρπόν = yaḥmilu ṯamaratan
    • φέρω (verb) Artem. Onirocr.
    • φέρω (gerund) Hippocr. Off. med. φέρειν
  34. φορά
    • φορά Arist. Gener. anim.
  35. φορτίον
    • φορτίον (noun) Artem. Onirocr. ḥimlihim
  36. χρεμετιστικός
    • χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ χρεμετιστικόν = ḥamlu l-ṣahīli
The database query could not be executed.