Lookup cumulative lexical entry: حوى
- ἐπιβαίνω
- ἐπιβαίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἔχω
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Rhet.
- οριζω
- περιεκτικός
- περιεκτικός (adj.) Porph. Isag.
- περιέχω
- περιέχω (gerund) Arist. Phys. περιέχειν
- περιέχω (verb) Artem. Onirocr.
- περιέχω (verb) Artem. Onirocr.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- περιέχω (verb) Porph. Isag. περιέχει, οὐ περιέχεται δέ = yaḥwī wa-lā yuḥwā
- περιέχω (verb) Porph. Isag.
- χωρέω
- χωρέω (verb) Artem. Onirocr. yaḥwī...taḥtawī
The database query could not be executed.