Lookup cumulative lexical entry: حِلتيت

  1. ὀρός
    • ὀρός (noun) Hippocr. Diaet. acut. ὀρός σιλφίου
  2. σίλφιον
    • σίλφιον (noun) Hippocr. Diaet. acut. ὀρός σιλφίου
    • σίλφιον (noun) Hippocr. Superf.
    • σίλφιον (noun) Hippocr. Superf.
The database query could not be executed.