Lookup cumulative lexical entry: خاصّيّة

  1. ἴδιος
    • ἴδιος (adj.) Arist. An. post. αἱ δὲ περὶ ὃ ἴδιαι = wa-ammā llatī fīhi ḫāṣṣiyyatun
    • ἴδιος (adj.) Arist. Rhet.
    • ἴδιος (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἴδιος (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἴδιος (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἴδιος (adj.) Galen In De off. med.
    • ἴδιος (adj.) Hippocr. Humor. bi-l-ḫāṣṣiyyati
    • ιδιος Them. In De an.
    • ιδιος Them. In De an.
The database query could not be executed.