Lookup cumulative lexical entry: خدع
- ἀπατάω
- ἀπατάω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπάτη
- ἀπάτη (noun) Arist. Rhet.
- ἐξαπατάω
- ἐξαπατάω (verb) Artem. Onirocr. bi-ḫadīʿatin yaḫdaʿuhu bihā
- ἐξαπατάω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐξαπατάω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐξαπατάω (verb) Artem. Onirocr.
- λανθάνω
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- παραλογιστικός
- παραλογιστικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; yaḫdaʿu wa-yuġliṭu