Lookup cumulative lexical entry: خدعة
- ἀπάτη
- ἀπάτη (noun) Arist. An. post. ἡ...ἀπάτη = ḫudʿatun wa-ḍalālatun
- ἀπάτη (noun) Arist. An. post. ἀπατώμεθα δὲ ταύτην τὴν ἀπάτην = wa-qad nuḫtadaʿu hāḏihi l-ḫudʿata
- ἀπάτη (noun) Arist. Metaph.
- ἀπατητικός
- ἀπατητικός (adj.) Arist. An. post. συλλογισμὸν ἐπιστημονικόν = anna qiyāsa l-ḫudʿati