Lookup cumulative lexical entry: خدم

  1. ἀποφορά
    • ἀποφορά (noun) Artem. Onirocr.
  2. διακονέω
    • διακονέω (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
    • διακονεω Them. In De an.
  3. θεράπαινα
    • θεράπαινα (noun) Artem. Onirocr. wa-li-man yaḫdimu
  4. θεραπεία
    • θεραπεία (noun) Artem. Onirocr.
  5. θεραπεύω
    • θεραπεύω Arist. Testamentum τῶν παίδων τῶν ἐμὲ θεραπευόντων = man ḫadamanī min ġilmānī
    • θεραπεύω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. θεραπεύων
  6. θεράπων
    • θεράπων (noun) Artem. Onirocr.
    • θεράπων (noun) Artem. Onirocr.
    • θεράπων (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ḫadamu
    • θεράπων (noun) Artem. Onirocr.
  7. περιέπω
    • περιέπω (verb) Artem. Onirocr.
  8. στρατιώτης
    • στρατιώτης (noun) Ps.-Arist. Virt. πλῆθει στρατιωτῶν = bi-quwwati ... l-ḫadami
  9. ὑπηρετέω
    • ὑπηρετέω (verb) Artem. Onirocr. wa-yaḫdimūnahu
    • ὑπηρετέω (verb) Artem. Onirocr. yuḫalliṣuhu wa-yaḫdimuhu
    • ὑπηρετέω (verb) Artem. Onirocr.
  10. ὑπηρέτης
    • ὑπηρέτης (noun) Arist. Rhet.
    • ὑπηρέτης (noun) Artem. Onirocr. man yaḫdimuhu
The database query could not be executed.