Lookup cumulative lexical entry: خريفيّ

  1. μετοπωρινός
    • μετοπωρινός (adj.) Arist. Meteor.
    • μετοπωρινός (adj.) Hippocr. Aer.
    • μετοπωρινός (noun) Ptol. Hypoth. τῶν ἰσημερινῶν... τὸ... μετοπωρινόν = nuqṭatu l-iʿtidāli l-ḫarīfī
  2. φθινοπωρινός
    • φθινοπωρινός (adj.) Hippocr. Aphor. οἱ τεταρταῖοι ... φθινοπωρινοί = al-ribʿu ... al-ḫarīfiyyatu
    • φθινοπωρινός (adj.) Hippocr. Humor.
The database query could not be executed.