Lookup cumulative lexical entry: خطر

  1. κινδυνευτικός
    • κινδυνευτικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; ilā ḫawfin aw ḫaṭarin šadīdin
  2. κίνδυνος
    • κίνδυνος (noun) Arist. Rhet. hend.; al-ḫaṭaru aw al-hawlu
    • κίνδυνος (noun) Arist. Rhet. hend.; al-ḫawfu awi l-ḫaṭaru
    • κίνδυνος (noun) Hippocr. Diaet. acut.
    • κίνδυνος (noun) Hippocr. Humor.
  3. μέγεθος
    • μέγεθος (noun) Arist. Rhet.
  4. μιμνῄσκω
    • μιμνῄσκω (verb) Galen An. virt. μεμνήσομαι = yanbaġī an yaḫṭura bi-bālī
  5. σφαλερός
    • σφαλερός (adj.) Hippocr. Aphor. ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή = wa-l-taǧribatu ḫatirun
      ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή. Hippocr. Aphor. I 1 = al-ʿumru qaṣīrun wa-l-ṣināʿatu ṭawīlatun wa-l-waqtu ḍayyiqun wa-l-taǧribatu ḫatirun wa-l-qaḍāʾu ʿasirun 1.4
    • σφαλερός (adj.) Hippocr. Aphor. aʿẓamu ḫaṭaran
    • σφαλερός (adj.) Hippocr. Aphor.
  6. ὑπολαμβάνω
    • ὑπολαμβάνω (gerund) Arist. Int. ὑπολαμβάνεῖν = yaḫtura bi-bālihi
    • ὑπολαμβάνω (pass. part.) Arist. Phys. διὰ τῶν ὑπολαμβανομένων = min qibali mā yaḫṭiru bi-l-bāli minhimā
      καὶ γὰρ παραπλησίαν ἔχει τήν τε ἀπιστίαν καὶ τὴν πίστιν διὰ τῶν ὑπολαμβανομένων Arist. Phys. IV 6, 213a15 = wa-baynahumā taqārubun fī bābi ǧaḥdihimā wa-l-taṣdīqi bihimā min qibali mā yaḫṭiru bi-l-bāli minhimā
  7. ὑποπτεύω
    • ὑποπτεύω (verb) Arist. Phys. ἂν ὑποπτεύσειεν = qad yaḫṭiru bi-l-bāli
The database query could not be executed.