Lookup cumulative lexical entry: خطوطي

  1. γραμματικός
    • γραμματικός (adj.) Nicom. Arithm. li-l-ḥāli fī l-aškāli l-ḫuṭūṭiyyati
    • γραμματικός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ γραμματικὸς ἀριθμὸς = al-ʿadadu l-ḫuṭūṭiyyu
  2. γραμμή
    • γραμμή (noun) Nicom. Arithm. ἐν γραμμαῖς = li-l-aškāli...l-ḫuṭūṭiyyati
    • γραμμή (noun) Nicom. Arithm. ἐν γραμμαῖς καὶ ἐν ἀριθμοῖς = li-l-aškāli...l-ḫuṭūṭiyyati minhā l-ʿaddadiyyatu
  3. γραμμικός
    • γραμμικός (adj.) Nicom. Arithm. γραμμικοὶ ἀριθμοὶ = al-aʿdādu l-ḫuṭūṭiyyatu
    • γραμμικός (adj.) Nicom. Arithm. γραμμικῶν ἀριθμῶν = al-aʿdādu l-ḫuṭūṭiyyatu
    • γραμμικός (adj.) Nicom. Arithm. ἐν τοῖς γραμμικοῖς ἐπιπέδοις = al-sutūḥu l-ḫuṭūṭiyyatu
    • γραμμικός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ γραμμικὸς ἀριθμὸς = al-ʿadadu l-ḫuṭūṭiyyu
The database query could not be executed.