Lookup cumulative lexical entry: خطيئة

  1. ἁμαρτάνω
    • ἁμαρτάνω (verb) Artem. Onirocr. al-ḫaṭīʾatu wa-l-isāʾatu
    • ἁμαρτάνω (verb) Artem. Onirocr.
  2. ἁμάρτημα
    • ἁμάρτημα (noun) Artem. Onirocr. ḫaṭāyāhu
  3. συνεξαμαρτάνω
    • συνεξαμαρτάνω (verb) Artem. Onirocr. yušārikuhu fī ḫaṭāyāhu
The database query could not be executed.