Lookup cumulative lexical entry: خطّ

  1. βάσις
    • βάσις (noun) Eucl. El.
  2. γραμμή
    • γραμμή (noun) Arist. An. post.
    • γραμμή (noun) Arist. An. post. τῇ γραμμῇ = li-l-ḫaṭṭi
    • γραμμή (noun) Arist. An. post. ταῖς γραμμαῖς = li-l-ḫuṭūṭi
    • γραμμή (noun) Arist. An. post. γραμμὴ πρὸς στιγμὴν ἔχει = li-l-ḫuṭūṭi ʿinda l-nuqaṭi
    • γραμμή (noun) Arist. An. post. εὐθείας γραμμῆς = ḥaddu l-ḫaṭṭi l-mustaqīm
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cael.
    • γραμμή (noun) Arist. Cat.
    • γραμμή (noun) Arist. Eth. Nic.
      τὸ διεξιέναι τὴν γραμμὴν Arist. Eth. Nic. X 4, 1174a34 = al-ʿubūru ʿalā hāḏā l-ḫaṭṭi 541.9
    • γραμμή (noun) Arist. Eth. Nic.
      οὐ μόνον ... γραμμὴν διαπορεύεται Arist. Eth. Nic. X 4, 1174b1 = lā yaʿburu ʿalā ḫaṭṭin faqaṭ 541.10
    • γραμμή (noun) Arist. Gener. anim.
    • γραμμή (noun) Arist. Metaph.
    • γραμμή (noun) Arist. Phys.
      πᾶσα γὰρ γραμμὴ μεταξύ στιγμῶν Arist. Phys. V 3, 227a31 = wa-ḏālika anna kulla ḫaṭṭin fa-fīmā bayna nuqṭatayni
    • γραμμή (noun) Arist. Phys. ἡ στιγμή τῆς γραμμῆς = al-nuqṭatu ... li-l-ḫaṭṭi
    • γραμμή (noun) Arist. Phys. τὰς ἀτόμους γραμμάς = al-ḫuṭūṭi llatī lā tanqasimu
    • γραμμή (noun) Arist. Phys. περὶ γραμμῆς φυσικῆς = fī l-ḫaṭṭi l-ṭabīʿiyyi
    • γραμμή (noun) Arist. Phys.
      διὸ οὐδὲ γραμμὴ στιγμῆς ὑπερέχει, εἰ μὴ σύγκειται ἐκ στιγμῶν Arist. Phys. IV 8, 215b18 = wa-ka-ḏālika fa-inna l-ḫaṭṭa ayḍan lā yafḍulu ʿalā l-nuqṭati, iḏ laysa bi-murakkabin min nuqṭatin
    • γραμμή (noun) Erat. Cub. dupl.
    • γραμμή (noun) Erat. Cub. dupl.
      Εὔδοξος δὲ (sc. λέγεται) διὰ τῶν καλουμένων καμπύλων γραμμῶν (sc. εὑρηκέναι) Erat. Cub. dupl. 90.8 = fa-yuqālu … anna Ayduqsusa ʿamilahū bi-l-ḫuṭūṭi llatī tusammā munʿaṭafatun 153.4
    • γραμμή (noun) Erat. Cub. dupl.
      ἐπινενόηται δέ τις ὑφ' ἡμῶν ὀργανικὴ λῆψις ῥᾳδία, δι' ἧς εὑρήσομεν δύο τῶν δοθεισῶν (sc. γραμμῶν) Erat. Cub. dupl. 90.11 = wa-qad tafakkarnā naḥnu fī ʿamalin sahlin yuʿmalu bi-l-ālati naǧidu bihā bayna ḫaṭṭayni maʿlūmayni 153.10
    • γραμμή (noun) Erat. Cub. dupl.
      πρὸς δὲ τὸ ἀκριβέστερον λαμβάνεσθαι τὰς γραμμὰς φιλοτεχνητέον Erat. Cub. dupl. 94.5 = li-kay naǧida l-ḫuṭūṭa bi-taḥqīqin šadīdi l-istiqṣāʾi fa-innā nuḥkimu ṣanʿata l-alwāḥi 157.5
    • γραμμή (noun) Eucl. El.
    • γραμμή (noun) Eucl. El. γραμμὴν ἀγαγεῖν = nuǧīzu ... ḫaṭṭan
    • γραμμή (noun) Nicom. Arithm.
    • γραμμή (noun) Nicom. Arithm.
    • γραμμή (noun) Nicom. Arithm. οὔπω γραμμὴ = laysat ḫaṭṭan
    • γραμμή (noun) Nicom. Arithm. οὐ γραμμὴ = laysat ḫaṭṭan
    • γραμμή (noun) Ps.-Arist. Div. al-ḫuṭūṭu
    • γραμμή (noun) Ps.-Plut. Placita
    • γραμμή (noun) Ps.-Plut. Placita
    • γραμμή (noun) Ps.-Plut. Placita
    • γραμμη Them. In De an.
    • γραμμη Them. In De an.
    • γραμμη Them. In De an.
    • γραμμη Them. In De an.
  3. γράφω
    • γράφω (gerund) Eucl. El. γράφεσθαι
    • γράφω (verb) Eucl. El. γεγράφθω
    • γράφω (verb) Eucl. El. γεγράφθω
    • γράφω (verb) Eucl. El. γεγράφθω
    • γράφω (verb) Nicom. Arithm. γεγράφθω διάγραμμα = wa-naḫuṭṭu ṣūratan
  4. διάγραμμα
    • διάγραμμα (noun) Arist. Metaph. aškālu l-ḫuṭūṭi
  5. ἐκκεῖμαι
    • ἐκκεῖμαι (verb) Eucl. El. ἐκκείσθω
  6. εὐθεῖα
    • εὐθεῖα (noun) Arist. Metaph. al-ḫaṭṭu l-mustaqīmu
    • εὐθεῖα (noun) Erat. Cub. dupl. ἡ εὐθεῖα (sc. γραμμή)
      καὶ κείσθω ἐπί τινος εὐθείας τῆς ΕΘ πρὸς ὀρθὰς ἡ ΑΕ Erat. Cub. dupl. 92.1 = wa-naǧʿalu ḫaṭṭa ṬH qāʾiman ʿalā AH ʿalā zāwiyatin qāʾimatin 155.4
    • εὐθεῖα (noun) Erat. Cub. dupl. ἡ εὐθεῖα (sc. γραμμή)
      καὶ διήχθω διὰ τῶν Α, Β, Γ, Δ σημείων εὐθεῖα Erat. Cub. dupl. 92.9 = wa-nuḫriǧu min nuqaṭi ABǦD ḫaṭṭan 155.8
    • εὐθεῖα (noun) Eucl. El. ḫuṭūṭun mafrūḍatun
  7. εὐθύγραμμος
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. An. post. mustaqīm l-ḫuṭūṭi
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. Cael. mustaqīmu al-ḫaṭṭi
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. Cael. ḫaṭṭun mustawinun
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. Cael. ḫaṭṭun mustawinun
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. Cael. ḫaṭṭun mustawinun
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. Cael. ḫaṭṭun mustaqīmun
    • εὐθύγραμμος (adj.) Arist. Cael. ḫaṭṭun mustaqīmun
    • εὐθύγραμμος (adj.) Nicom. Arithm. εὐθύγραμμον σχῆμα = mina l-aškāli l-mustaqīmati l-ḫuṭūṭ
  8. εὐθύς
    • εὐθύς (adj.) Aelian. Tact. ἐπ᾿ εὐθείας = ʿalā ḫaṭṭin mustaqīmin
    • εὐθύς (adj.) Arist. Phys. εὐθεῖα = ḫaṭṭun mustaqīmun
    • εὐθύς (adj.) Arist. Phys. κατὰ τὴν εὐθεῖαν = ʿalā ḫaṭṭin mustaqīmin
    • εὐθύς (adj.) Arist. Phys. ἡ εὐθεῖα = al-ḫaṭṭu l-mustaqīmu
    • εὐθύς (adj.) Eucl. El. ḫaṭṭun mustaqīmun
    • εὐθύς (adj.) Eucl. El. ἡ εὐθεῖα
    • εὐθύς (adj.) Eucl. El. ἡ εὐθεῖα
    • εὐθύς (noun) Eucl. El. εὐθεῖα = ḫaṭṭun mustaqīmun
    • εὐθύς (adj.) Eucl. El. αἱ εὐθεῖαι = al-ḫaṭṭayni l-muḫriǧayni
    • εὐθύς (adj.) Eucl. El. δύο εὐθείας = ḫaṭṭayni mustaqīmayni
    • εὐθύς (adj.) Nicom. Arithm. ḫuṭūṭan mustaqīmatan
    • εὐθύς (adj.) Nicom. Arithm. al-ḫuṭūṭu l-mustaqīmatu
    • εὐθύς (adj.) Nicom. Arithm. ḫuṭūṭun mustaqīmatun
    • εὐθύς (adj.) Nicom. Arithm. ἐὰν...εὐθεῖαι ἀχθῶσι = in aḫraǧat ḫuṭūṭun mustaqīmatun
  9. ἰσημερινός
    • ἰσημερινός (adj.) Hyps. Anaph. ḫaṭṭu muʿaddali l-nahāri
      ἴσον γαρ ἀπέχει τοῦ ἰσημερινοῦ Hyps. Anaph. 80; 108 (v. app. crit.) = li-anna buʿdahā ʿan ḫaṭṭi muʿaddali l-nahāri buʿdun mutasāwin 65; 86
  10. κάμνω
    • κάμνω (verb) Arist. Metaph. al-ḫaṭṭu l-munʿariǧu
  11. μέρος
    • μέρος (noun) Eucl. El. ἐπὶ τὰ αὐτὰ μέρη = min ḫaṭṭin wāḥidin mustaqīmin
    • μέρος (noun) Eucl. El. ἐπὶ τὰ αὐτὰ μέρη = min ḫaṭṭin wāḥidin mustaqīmin
  12. μεταλαμβάνω
    • μεταλαμβάνω (pass. part.) Eucl. El. πάντῃ μεταλαμβανόμεναι = ǧumʿan ka-ḫaṭṭin wāḥidin
  13. μετλαμβάνω
    • μετλαμβάνω (pass. part.) Eucl. El. πάντῃ μεταλαμβανόμεναι = كخطّ واحد
  14. μῆκος
    • μῆκος (noun) Arist. Cael.
    • μῆκος (noun) Arist. Cael.
  15. ὅλος
    • ὅλος (adj.) Eucl. El. ὅλη ἡ AZ = ḫaṭṭu aḥ
  16. παραλλήλος
    • παραλλήλος (adj.) Arist. An. post. τὰς παραλλήλους συμπίπτειν = bi-anna l-ḫuṭūṭa l-mutawāziyata taltaqī
    • παραλλήλος (adj.) Eucl. El. ḫaṭṭun muwāziyun
    • παράλληλος (adj.) Eucl. El. ταῖς αὐταῖς παράλληλοις = ḫaṭṭun muwāziyun
  17. πᾶς
    • πᾶς (adj.) Eucl. El. ǧamʿan ka-ḫaṭṭin wāḥidin
  18. περιέχω
    • περιέχω (act. part.) Arist. Phys. ὁ περιέχων = ḫaṭṭun ed. Badawī : coni. muḥīṭun ?
  19. περιφέρεια
    • περιφέρεια (noun) Ptol. Hypoth. al-ḫaṭṭu l-muḥīṭu
    • περιφέρεια (noun) Ptol. Hypoth. al-ḫaṭṭu l-muḥīṭu
The database query could not be executed.