Lookup cumulative lexical entry: خفض

  1. ἀταλαίπωρος
    • ἀταλαίπωρος (adj.) Hippocr. Aer. ḏawātu ḫafaḍi wa-daʿati wa-rāḥati
  2. καταβοάω
    • καταβοάω (verb) Artem. Onirocr. ḫafḍu l-ṣawti wa-ḏāllihi
  3. καταπραΰνω
    • καταπραΰνω (verb) Arist. Rhet. hend.; sakkana aw ḫaffaḍa
  4. σχολή
    • σχολή (noun) Hippocr. Diaet. acut.
  5. φιλόπονος
    • φιλόπονος (adj.) Galen Med. phil. φιλοπόνως τῇ τούτων ἀσκήσει παραμένῃ = yuʾṯira l-naṣaba ʿalā l-ḫafḍi
    • φιλόπονος (adj.) Galen Med. phil. φιλόπονον εἶναί = muʾṯirun li-l-naṣabi ʿalā l-ḫafḍi
The database query could not be executed.