Lookup cumulative lexical entry: خلاص

  1. ἀπάλλαξις
    • ἀπάλλαξις (noun) Hippocr. Nat. hom.
  2. ἀπαλλάσσω
    • ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr. ἀπαλλάσσομαι
    • ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr. ἀπαλλάσσομαι
    • ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr. ἀπαλλάσσομαι
    • ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr.
  3. δυσαπάλλακτος
    • δυσαπάλλακτος (adj.) Hippocr. Nat. hom. al-ḫalāṣu...yaʿsuru
  4. σώζω
    • σώζω (act. part.) Arist. Rhet.
    • σώζω (verb) Artem. Onirocr. ḫalāṣihi min maraḍihi
    • σώζω (verb) Artem. Onirocr. ḫalāṣihim mina l-šiddati
    • σώζω (verb) Artem. Onirocr.
    • σώζω (verb) Artem. Onirocr.
    • σώζω (verb) Artem. Onirocr.
    • σῴζω (act. part.) Hippocr. Humor. τὰ σῴζοντα = yakūnu bihi l-ḫalāṣi
  5. σώτειρα
    • σώτειρα (adj.) Arist. Rhet.
  6. σωτηρία
    • σωτηρία (noun) Arist. Rhet.
    • σωτηρία (noun) Arist. Rhet.
    • σωτηρία (noun) Arist. Rhet.
    • σωτηρία (noun) Artem. Onirocr.
    • σωτηρία (noun) Artem. Onirocr. ḫalāṣihi min maraḍihi
  7. σωτήριος
    • σωτήριος (adj.) Arist. Rhet. τὰ σωτηρία
The database query could not be executed.