Lookup cumulative lexical entry: دائر
- ἡμικύκλιος
- ἡμικύκλιος (adj.) Arist. Phys. οὐδ' ἐν τῷ ἡμικυκλίῳ οὐδ' ἐν ἄλλῃ περιφερείᾳ = lā fī qawsin niṣfi dāʾiratin wa-lā fī qawsin ġayrihā
- κυκλικός
- κυκλικός (adj.) Nicom. Arithm.
- κύκλος
- κύκλος (noun) Nicom. Arithm. περὶ τοὺς κύκλους = li-l-dāʾirati
- στρέφω
- στρέφω (pass. part.) Arist. Cael. στρεφόμενος