Lookup cumulative lexical entry: ذبل

  1. ἀναλίσκω
    • ἀναλίσκω (verb) Hippocr. Aphor. ἀναλίσκομαι = ḏabala wa-naqaṣa
  2. μαραίνω
    • μαραίνω (gerund) Hippocr. Nat. hom. μαραίνεσθαι
  3. φθινω
    • φθινω Them. In De an.
The database query could not be executed.