Lookup cumulative lexical entry: ذهني

  1. διανοητικός
    • διανοητικός (adj.) Plot. διανοητικῇ
      ἢ καὶ διανοητικῇ ἀντιλαβώμεθα ἢ ἄμϕω Plot. Enn. IV 8, 8.11 = وإلى القوة الفكرية والذهنية أحسسناها 91.3
  2. προσέχω
    • προσέχω (act. part.) Galen In De off. med. προσέχων = ǧaʿaltu ḏihnī fī
The database query could not be executed.