Lookup cumulative lexical entry: رؤس
- ἡγέομαι
- ἡγέομαι (pass. part.) Aelian. Tact. ὁ τούτου τοῦ τάγματος ἡγούμενος = allaḏī yarūsuhu
- κεφαλή
- κεφαλή (noun) Arist. Gener. anim. ἀκρατῆ τὰ παιδία μέχρι πόρρω τῆς κεφαλῆς ἐστι = lā taqwī l-aṭfālu ʿalā ḥamlin wa ḍabṭun raʾusahum zamānan kaṯīran