Lookup cumulative lexical entry: رؤس

  1. ἡγέομαι
    • ἡγέομαι (pass. part.) Aelian. Tact. ὁ τούτου τοῦ τάγματος ἡγούμενος = allaḏī yarūsuhu
  2. κεφαλή
    • κεφαλή (noun) Arist. Gener. anim. ἀκρατῆ τὰ παιδία μέχρι πόρρω τῆς κεφαλῆς ἐστι = lā taqwī l-aṭfālu ʿalā ḥamlin wa ḍabṭun raʾusahum zamānan kaṯīran
The database query could not be executed.