Lookup cumulative lexical entry: رئيسي

  1. ἀρχιτεκτονικός
    • ἀρχιτεκτονικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἡ ἀρχιτεκτονική (sc. τέχνη) = al-ṣināʿatu l-raʾīsiyyatu
The database query could not be executed.