Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
رئيسي
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτονικός (
adj.
)
Arist. Eth. Nic.
ἡ ἀρχιτεκτονική (sc. τέχνη) = al-ṣināʿatu l-raʾīsiyyatu
The database query could not be executed.