Lookup cumulative lexical entry: راية

  1. θεωρητικός
    • θεωρητικός (adj.) Arist. Metaph.
  2. σημειοφόρος
    • σημειοφόρος (noun) Aelian. Tact. ṣāḥibu l-rāyati
The database query could not be executed.