Lookup cumulative lexical entry: رصاص

  1. κασσιτέρινος
    • κασσιτέρινος (adj.) Hippocr. Superf. raṣāṣu qaṣṭīrin
    • κασσιτέρινος (adj.) Hippocr. Superf. raṣāṣu qaṣṯīrin
  2. μολυβδίς
    • μολυβδίς (noun) Arist. Cael.
  3. μόλυβδος
    • μόλυβδος (noun) Arist. Cael.
    • μόλυβδος (noun) Arist. Cael.
    • μόλυβδος (noun) Arist. Cael.
    • μόλυβδος (noun) Arist. Cael.
    • μόλυβδος (noun) Arist. Cael.
    • μόλυβδος (noun) Arist. Meteor.
    • μόλυβδος (noun) Arist. Phys.
The database query could not be executed.